αρσανάς

αρσανάς
και ταρσανάς, ο
1. ναυπηγείο
2. ναύσταθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι ο τ. προήλθε από το γαλλ. arsenal «ναύσταθμος». Σύμφωνα με άλλη άποψη ο τ. αρσανάς < ιταλ. darsena < (αραβ.) dar es sana «οίκος των κατασκευών»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Mount Athos — Ἅγιον Ὄρος Agion Oros (Αυτόνομη Μοναστικὴ Πολιτεία Ἁγίου Ὄρους) Aftonomi Monastiki Politia Agiou Orous location of Mount Athos in Greece …   Wikipedia

  • ταρσανάς — και τερσανάς και αρσανάς, ο, Ν (παλαιός όρος) 1. ναυπηγείο ξύλινων πλοίων 2. ναύσταθμος 3. αποβάθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tersane με προληπτ. αφομοίωση] …   Dictionary of Greek

  • Παλαιώριον — Αρχαία ονομασία όρμου της δυτικής ακτής της χερσονήσου του Άθω. Σήμερα ονομάζεται Αρσανάς Κασταμονίτου και βρίσκεται σε απόσταση περίπου 20 χλμ. ΒΔ του Ακρωτηρίου Πίνες των Καψοκαλυβιών. Αποτελεί καταβαθμό (= σκάλα) της φερώνυμης μονής και… …   Dictionary of Greek

  • ταρσανάς — ταρσανάς, ο και αρσανάς, ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.), ναυπηγείο, ναύσταθμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”